- αλαφρομυαλιά
- η [αλαφρόμυαλος]έλλειψη σοβαρότητας, επιπολαιότητα, ανοησία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλαφρωμάρα — η [αλαφρός] αλαφρομυαλιά, ανοησία … Dictionary of Greek
αλαφρόμυαλος — η, ο επιπόλαιος, μωρός, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + μυαλό. ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφρομυαλιά] … Dictionary of Greek
ελαφρομυαλιά — η αλαφρομυαλιά … Dictionary of Greek
ελαφρόνοια — η αλαφρομυαλιά, επιπολαιότητα … Dictionary of Greek